Μπορεί οι τιμές των φαρμάκων στην Ελλάδα να έχουν μειωθεί δραστικά από το
2009 μέχρι σήμερα, εντούτοις τα δύο τελευταία χρόνια το ποσό συμμετοχής που
πληρώνουν κατά μέσο όρο οι ασθενείς έχει διπλασιαστεί. Σύμφωνα με τα στοιχεία
που παρουσίασε ο επίκουρος καθηγητής πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο
Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης σε ημερίδα υπό την αιγίδα της Ιατρικής Εταιρίας
Αθηνών, το ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων από 12,85% στις αρχές του 2012,
έφτασε στα 24,42% στο τέλος του 2013. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φαρμακευτικής ουσίας ροσουβαστατίνης
που χορηγείται για περιπτώσεις δυσλιπιδαιμίας. Το 2010 είχε λιανική τιμή 25,6
ευρώ και φέτος τον Ιούλιο 19,6 ευρώ. Οι ασφαλισμένοι το 2010 όμως πλήρωναν 6,4
ευρώ (ποσοστό συμμετοχής 25%) και σήμερα καταβάλλουν 15,5 ευρώ (ποσοστό
συμμετοχής 79%).
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει, όπως αναφέρει ο κ. Σουλιώτης,
«ταβάνι» στην συμμετοχή των ασθενών, καθώς και ειδική μέριμνα για ειδικές
ομάδες ασθενών, όπως οι χρονίως πάσχοντες. Στη Γερμανία οι ασφαλισμένοι
συμμετέχουν στο κόστος του φαρμάκου καταβάλλοντας 5 έως 10 ευρώ, ανάλογα με την
τιμή του. Η Ιρλανδία εφαρμόζει ανώτατο όριο (δεν αφορά τους ασθενείς με χρόνιες
παθήσεις) για την οικογένεια τα 144 ευρώ τον μήνα. Στη Νορβηγία έχει καθιερωθεί
ανώτατη συμμετοχή ασθενούς στα 255 ευρώ, που περιλαμβάνει συμμετοχή για
φάρμακα, επισκέψεις γιατρών και ακτινογραφίες. Πλαφόν ανά συνταγή ή ανά προϊόν
εφαρμόζει η Ισπανία, ενώ στην Ελβετία προβλέπεται συμμετοχή 10% στο κόστους του
φαρμάκου με ταυτόχρονη ανώτατη συμμετοχή ασθενούς τα 575 ευρώ ανά έτος. Ανώτατο
όριο στη συμμετοχή χρονίως πασχόντως ασθενών ανά έτος εφαρμόζει το Βέλγιο. Η
Ελλάδα μαζί με την Πορτογαλία είναι οι μοναδικές χώρες που δεν έχουν θεσπίσει
ανώτατο χρηματικό όριο.
Την ίδια στιγμή, όπως συμπληρώνει ο κ. Σουλιώτης, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί στην Υγεία έχουν οδηγήσει σε μια «πρωτοφανή για αναπτυγμένη χώρα προσαρμογή» των σχετικών δαπανών, με υποχώρηση που, σε κάποιες περιπτώσεις, υπερβαίνει το 50%.
Την ίδια στιγμή, όπως συμπληρώνει ο κ. Σουλιώτης, οι δημοσιονομικοί περιορισμοί στην Υγεία έχουν οδηγήσει σε μια «πρωτοφανή για αναπτυγμένη χώρα προσαρμογή» των σχετικών δαπανών, με υποχώρηση που, σε κάποιες περιπτώσεις, υπερβαίνει το 50%.
Χαρακτηριστικά:
• Η φαρμακευτική δαπάνη από 5,3 δισ. ευρώ περίπου του 2008, φέτος δεν
ξεπερνά τα 2 δισ. ετησίως
• Η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι από το 2011
και μετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την απόκλιση να
αυξάνεται (310 ευρώ έναντι 180 ευρώ περίπου για το 2014)
• Ασθενείς σοβαρών παθήσεων αναφέρουν προβλήματα στην πρόσβαση στη θεραπεία,
τα οποία ωστόσο έχουν περιοριστεί λόγω της βελτίωσης που διαπιστώνεται στη
λειτουργία των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ
• Το αυξημένο αυτό ποσοστό έρχεται να προστεθεί σε μια διαχρονικά υψηλή
ιδιωτική δαπάνη υγείας -και άρα επιβάρρυνση των νοικοκυριών- η οποία κατατάσσει
τη χώρα σε μια από τις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τον κ. Σουλιώτη, η ανάγκη για αλλαγή της ατζέντας της πολιτικής
φαρμάκου και υπέρβαση της στενά δημοσιονομικής οπτικής είναι επιβεβλημένη. Η
επέκταση πρωτοβουλιών όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, τα θεραπευτικά
πρωτόκολλα, τα (θεραπευτικά) μητρώα ασθενών, η κατ΄ οίκον αποστολή φαρμάκων σε
απομακρυσμένες περιοχές με πρωτοβουλία του ΕΟΠΥΥ, η αποζημίωση μετά από
διαπραγματεύσεις στη βάση νέων για τη χώρα τεχνικών (π.χ. risk-sharing) κ.ά,
μπορούν, όπως σημειώνει, να αντικαταστήσουν οριζόντιες περιοριστικές πολιτικές,
εξορθολογίζοντας το σύστημα στο σύνολό του.
Βίκυ Κουρλιμπίνη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου